τύρσιν

τύρσιν
τύρσις
turris
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τέλλω — Α (ποιητ. τ.) 1. τελώ, εκτελώ, αποπερατώνω, φέρω εις πέρας («ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν», Πίνδ.) 2. (αμτβ.) α) ανατέλλω («ἡλίου τέλλοντος», Σοφ.) β) (για το φυτό ίριδα) αυξάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τέλλω (< *τέλ jω) συνδέεται με το θ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”